κομπωτής

κομπωτής
ο , κομπώτρα η уст. обманщи|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κομπωτής" в других словарях:

  • κομπωτής — ο (Μ κομπωτής, θηλ. κομπώτρα) [κομπώνω] απατεώνας, πλανευτής …   Dictionary of Greek

  • κομπωτής — ο απατεώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεδεώνος, δήμος — Δήμος (5.050 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην δήμο Κατούνας, καθώς και τις κοινότητες Αετού, Κομπωτής, Κονοπίνας και Τρύφου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»